- δριμέως
- επίρρ.βλ. δριμύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δριμέως — δρῑμέως , δριμύς piercing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
ԹԹՈՒԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0811 Chronological Sequence: 10c մ. δριμύ, δριμέως acerbe, acriter, mordaciter Թթու օրինակաւ. թթուութեամբ իմն. ժանտ կամ կծու դիմօք. եւ Յայրատ հայեցուածով. ... *Հայեցաւ թթուաբար յոլոմպիադա, տռփանօք ցանկութեամբ հարեալ. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)